ζωέμεναι

ζωέμεναι
ζώω
gu̲ie-
pres inf act (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”